καταστασιαστικός

καταστασιαστικός
καταστασιαστικός, -ή, -όν (Α) [καταστασιάζω]
αυτός που διεγείρει σε στάση, ο στασιαστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταστασιαστικόν — καταστασιαστικός factious masc acc sg καταστασιαστικός factious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”